προϋπίσχνουμαι

προϋπίσχνουμαι
-έομαι, Α [ὑπισχνοῡμαι]
1. υπόσχομαι προηγουμένως κάτι
2. διατάσσω προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προϋπόσχεση — προϋπόσχεσις, έσεως, ή, ΝΑ [προϋπισχνοῡμαι] υπόσχεση που έχει δοθεί εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”